στίβος

στίβος
Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.).
* * *
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων ή ασκήσεων, κν. πίστα
2. (κατ' επέκτ.) α) αθλητικό γήπεδο
β) τα αγωνίσματα τού κλασικού αθλητισμού που διεξάγονται στο αντίστοιχο γήπεδο
3. μτφ. πολιτικό ή πνευματικό πεδίο δράσης και διεξαγωγής πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, κν. κονίστρα («κατήλθε πολύ νέος στον πολιτικό στίβο»)
4. φρ. α) «κλειστός στίβος» — στεγασμένος και προστατευμένος από τις καιρικές συνθήκες στίβος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων, ιδίως κλασικού αθλητισμού, όπως είναι τα άλματα, οι ρίψεις, οι δρόμοι
β) «υγρός στίβος» — τα αγωνίσματα κολύμβησης και ο χώρος στον οποίο διεξάγονται
αρχ.
1. πατημένος δρόμος, μονοπάτι, ατραπός («ἄγων ἔρημος ἔνθ' ἄν ᾖ βροτῶν στίβος», Σοφ.)
2. ίχνος ποδιού, πατημασιά («οὔτε στίβον ἵππων ὄντ' ἴχνος ἀνθρώπων οὐδὲν εὕρισκον», Διον. Αλ.)
3. βάδισμα, πορεία
4. το στιβεῑον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- τού ρ. στείβω* «πατώ με τα πόδια, πιέζω» και κατ' επέκταση «βαδίζω». Η λ. στίβος με αρχική σημ. «ο τόπος όπου πλένει κανείς τα ρούχα του πατώντας τα με τα πόδια» (πρβλ. στιβεύς), χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον δρόμο, το μονοπάτι όπου πατά με τα πόδια, βαδίζει κάποιος, απ' όπου η σημ. «ίχνος ποδιού, πατημασιά» και στη Νέα Ελληνική «γήπεδο κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στίβος — trodden way masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβος — ο 1. μέρος σταδίου κατάλληλο για αγώνες ή ασκήσεις: Αποχώρησαν από το στίβο ισόπαλοι. 2. πεδίο δράσης και αγώνων: Αγωνίστηκε στο στίβο της ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στίβω — στίβος trodden way masc nom/voc/acc dual στίβος trodden way masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβοι — στίβος trodden way masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβοις — στίβος trodden way masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβοισι — στίβος trodden way masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβον — στίβος trodden way masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβου — στίβος trodden way masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβους — στίβος trodden way masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίβων — στίβος trodden way masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”